στοναχά

στοναχά
στονᾰχά
1 groan

θερμὰ δὴ τέγγων δάκρυα στοναχαῖς N. 10.75

ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ ] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ἄφαρ Πα. 8A. 12. ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται Δ. 2. 12.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στοναχάν — στοναχά̱ν , στοναχή groaning fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοναχάς — στοναχά̱ς , στοναχή groaning fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”